πλακουντηρός

πλακουντηρός
πλᾰκουντ-ηρός, ά, όν, = sq., Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647d.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλακουντηρός — ά, όν, Α πλακουντικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλακοῦς, οῦντος + επίθημα ηρός (πρβλ. νοσ ηρός, τολμ ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • πλακουντηρά — πλακουντηρός neut nom/voc/acc pl πλακουντηρά̱ , πλακουντηρός fem nom/voc/acc dual πλακουντηρά̱ , πλακουντηρός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”